“Όταν ξέρεις ότι κάτω από το σπίτι σου κάηκαν ζωντανοί 25 άνθρωποι, δεν είναι κάτι που το ξεπερνάς”
Κοινωνία

“Όταν ξέρεις ότι κάτω από το σπίτι σου κάηκαν ζωντανοί 25 άνθρωποι, δεν είναι κάτι που το ξεπερνάς”

“Όταν ξέρεις ότι κάτω από το σπίτι σου κάηκαν ζωντανοί 25 άνθρωποι, δεν είναι κάτι που το ξεπερνάς”

Μάτι 23 Ιουλίου 2018 – Μάτι 23 Ιουλίου 2019.

Πέρασε ένας χρόνος και όμως για πολλούς κατοίκους της περιοχής μοιάζει σαν να ήταν χτες.

Μια «ανοιχτή» πληγή στην ανατολική Αττική “αιμορραγεί” σιωπηλά εδώ και 365 με τις μνήμες να είναι πολύ νωπές.

Μάτι, Ιούλιος 2019

Το Znews.gr θέλοντας να τιμήσει αυτήν την ημέρα πένθους σάς παραθέτει τη συγκλονιστική μαρτυρία μιας κατοίκου της περιοχής που ενώ στάθηκε τυχερή μέσα στην ατυχία της – όπως θα διηγηθεί η ίδια-  ζει τον εφιάλτη εκείνης της μέρας ξανά και ξανά, στα αποκαΐδια μιας περιοχής που δεν αναγνωρίζει πια, όπως χαρακτηριστικά μας είπε.

“Κάπνα, μυρωδιά, αέρας δαιμονισμένος”

Η 40χρονη Τάνια Σαββαΐδη έχει περάσει όλα τα καλοκαίρια της παιδικής και ενήλικης ζωής της στο Μάτι, σε ένα σπίτι που έχτισε ο πατέρας της πολύ κοντά στο Κόκκινο Λιμανάκι, ακριβώς πάνω από το μοιραίο οικόπεδο όπου 25 άνθρωποι πέθαναν με τον πιο φρικτό τρόπο την ημέρα της φονικής πυρκαγιάς.

Τα γεγονότα όπως μας τα διηγήθηκε φέρνουν θυμό, θλίψη, δάκρυα.

“Ήταν το μοναδικό Σαββατοκύριακο του Ιουλίου που θα πήγαινα στο Μάτι. Έπρεπε να καθαριστεί το σπίτι και είπα θα πάω δύο μέρες να μείνω εκεί. Εγώ με τις δύο κόρες μου.

Εκεί έχω μεγαλώσει, με το που κλείναν τα σχολεία ήμουν για τέσσερις μήνες στο Μάτι.

Εκείνη τη Δευτέρα, είχαμε πάει για μπάνιο στο Ζούμπερι, λίγο πιο δίπλα.

Και ξαφνικά το απόγευμα αργά είδα κάτι σύννεφα και λέω «Τι στο καλό; Χαλάει ο καιρός;». Μπαίνω στο ίντερνετ δε βλέπω κάτι.

Γύρω στις 5 λέω στις μικρές «Πάμε να φύγουμε, χαλάει ο καιρός». Καμία ιδέα ότι έχει πιάσει φωτιά. Το μόνο που ήξερα είναι ότι έχει φωτιά στην Κινέττα.

Μαζευόμαστε από την παραλία, μέχρι να πάμε στο σπίτι είναι ούτε 10 λεπτά δρόμος με το αυτοκίνητο.

Στο Μάτι γινόταν ο κακός χαμός! Κάπνα, μυρωδιά, αέρας δαιμονισμένος, δηλαδή δεν τόλμαγες να ανοίξεις την πόρτα, έμπαιναν μέσα σκουπίδια, χώμα, έκανε σαν ανεμοστρόβιλος.

Έρχεται η γειτόνισσα από τη δίπλα κατοικία που μένουμε, μεσοτοιχία, στην ίδια ηλικία με μένα και μου λέει «Τι γίνεται; Έχει πάρει κάπου φωτιά». Της λέω «κλασικά κάθε χρόνο στο Νέο Βουτζά». «Τα μαζεύω και φεύγω» μου είπε και το ίδιο της είπα ότι θα έκανα κι εγώ.

Με το που της το λέω αυτό η κάπνα άρχισε να με ενοχλεί, ήταν πολύ κοντά μου.

Με παίρνει η μητέρα μου σε κατάσταση πανικού γιατί έβλεπε ειδήσεις και είχε δει σε ποιο σημείο είναι η φωτιά στη Μαραθώνος και μου λέει «σηκωθείτε φύγετε». «Μαζεύω τα πράγματα και φεύγω» της είπα. «Δε μαζεύεις τίποτα, φεύγεις!» μου είπε σε πανικό”.

«Πάμε να φύγουμε, θα καούμε ζωντανοί»

“Ο κόσμος έχει βγει έξω από τα σπίτια του, άλλοι ουρλιάζουν, γιατί υπήρχαν άνθρωποι που είχαν περάσει από τη Μαραθώνος και έμπαιναν στο Μάτι και είδαν τι έχει γίνει και ήταν σε κατάσταση πανικού.

«Πάμε να φύγουμε ,καούμε ζωντανοί» φώναζαν, παρόλα αυτά εγώ ακόμα δεν είχα συνειδητοποιήσει τι γινόταν γιατί τόσα χρόνια δεν είχα ξαναδεί ποτέ κάτι τέτοιο στο Μάτι. Φωτιές είχαμε κάθε χρόνο και στην Πεντέλη και στον Μαραθώνα αλλά αυτό το πράγμα δεν το χα δει. Δεν πίστευα ποτέ ότι θα φτάσει η φωτιά στη θάλασσα και το δικό μου σπίτι είναι ακριβώς εκεί που έγινε ο χαμός, λίγο πιο πάνω από το οικόπεδο που κάηκαν οι 25 άνθρωποι, ακριβώς μπροστά στην παραλία.

Κανένας δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει τι ήταν αυτό που ερχόταν και γι’ αυτό ο κόσμος δεν έφυγε. Και να σου πω την αλήθεια μου, αν δεν είχα τα παιδιά και την μητέρα μου να ουρλιάζει -γιατί θεώρησα ότι είναι υπερβολική- δεν θα φευγα ούτε εγώ. Θα καθόμουν εκεί γιατί δεν το πίστευα ότι θα γινόταν αυτό.

Ο κόσμος όμως που ερχόταν από τη Μαραθώνος -δεν είχαν κλείσει καν τους δρόμους- έβγαινε στις γειτονιές και έλεγε «θα καούμε ζωντανοί» κι εγώ έλεγα ότι είναι υπερβολικοί”.

Το παιχνίδι της μοίρας για 5 λεπτά

“Δεν μαζεύω τίποτα στο σπίτι και σηκώνομαι και φεύγω. Στον δρόμο έβλεπα κόσμο που έφευγε – παιδιά, μεγάλους. Άλλοι πηγαίναν προς την παραλία και άλλοι έπαιρναν το αμάξι τους, φεύγανε.

Έκανα αρκετή ώρα μέχρι να βγω στη Μαραθώνος γιατί είχε πάρα πολλή κίνηση και εκείνη την ώρα με άφησαν και πέρασα.

Μετά από 5 λεπτά έφυγε η γειτόνισσά μου και δεν την άφησαν να περάσει με τα παιδιά της.

Της είπαν «γύρνα στην παραλία, έχουν κλείσει οι δρόμοι, δεν μπορείς να περάσεις».

Εκείνη έμεινε 6 μήνες στην εντατική. Μολύνθηκε το αίμα της. Αλλά επέζησε.

Είναι δύτρια, έχει πολύ καλή σχέση με τη θάλασσα οπότε προτίμησε να πάει στην παραλία με τα παιδιά της. Εκείνα ευτυχώς δεν έπαθαν τίποτα”.

«Έπρεπε να αφήσουν τον κόσμο να περάσει στη Μαραθώνος»

“Ο κόσμος είχε πανικοβληθεί απίστευτα και αυτό ήταν το μεγαλύτερο λάθος.

Και βέβαια όλος ο κακός συντονισμός: που έκλεισαν τους δρόμους, που δεν υπήρχε καμία πρόληψη πριν.

Έπρεπε να αφήσουν τον κόσμο να περάσει στη Μαραθώνος. Την έβλεπα τη φωτιά στον δρόμο όταν πήγαινα προς Αθήνα. Ήταν πάνω από τη λεωφόρο αλλά αρκετά ψηλά.

Βέβαια μέσα σε 5 λεπτά πήρε ανεξέλεγκτες διαστάσεις αλλά πραγματικά πιστεύω ότι έπρεπε να ανοίξουν κάποιον δρόμο να φύγει ο κόσμος.

Μπορούσε να φύγει ο κόσμος. Τον εγκλώβισαν! Τον έστειλαν στην παραλία σε έναν δρόμο που περνάει μόλις ένα αυτοκίνητο, δεν μπορούν να περάσουν δύο. Εκεί ένας άφησε μέσα στον πανικό του το αυτοκίνητο στη μέση του δρόμου και αυτό ήταν! Είναι εκείνος ο δρόμος που κάηκαν οι άνθρωποι μέσα στα αυτοκίνητά τους.

Δεν το πίστευα όταν είδα ότι το σπίτι μου σώθηκε. Έχουμε ένα τεράστιο πεύκο που καλύπτει δύο σπίτια. Κάηκε το διπλανό και στο δικό μας δεν κάηκε ούτε το λάστιχο. Σαν να πήγα εκείνη την ώρα και να το ‘βαλα. Τόσο ανέπαφο. Εάν η μητέρα μου δεν ήταν τόσο τρομοκρατημένη δεν θα φευγα. Πολύς κόσμος έκανε αυτό το λάθος. Δεν πίστεψα ότι θα πάρει τόσο μεγάλη διάσταση και τόσο γρήγορα.  Μιλούσα με γείτονες που δεν φύγανε και ήταν σε κατάσταση αλλοφροσύνης. Ουρλιάζανε!”

«Δεν είναι μόνο 102 οι νεκροί»

“Είχα φίλους ανάμεσα στους νεκρούς και εγώ και η οικογένειά μου. Είναι και κόσμος που δεν έχει αναφερθεί στις επίσημες καταμετρήσεις. Δεν είναι μόνο 102 οι νεκροί.

Είναι και παραπάνω. Υπήρχαν άνθρωποι που δεν ήταν από την Ελλάδα, άλλοι ήταν κηπουροί άλλοι βοηθοί που έχουν πεθάνει και δεν ξέρω αν έχει πάει κανείς να τους αναζητήσει.

Και όλοι το λένε αυτό ότι είναι παραπάνω οι νεκροί. Απλώς δεν ήταν Έλληνες και δεν τους αναζητάει κανείς. Δεν έχουν καταμετρηθεί στα θύματα”.

«Έχει μείνει μόνο το μπλε της θάλασσας που δεν μπορεί να το πειράξει κάποιος»

“Και τώρα η κατάσταση είναι χάλια. Έχω φίλους μου που μένουν ακόμα στις κατασκηνώσεις. Δεν έχουν καμία βοήθεια, δεν δίνουν άδειες για τα σπίτια που έχουν καεί ολοσχερώς. Κολλάνε στην πολεοδομία. Και περιμένουν.

Η ζωή στο Μάτι προχωράει αναγκαστικά με τους ανθρώπους που έχουν απομείνει. Αυτοί που έχουν μικρή ζημιά στο σπίτι προσπαθούν να μαζέψουν τα κομμάτια του και να το ξαναφτιάξουν. Χωρίς καμία βοήθεια. Το μόνο που έχει κάνει το κράτος είναι να μαζέψει τα καμένα, δεν βλέπεις καμένο δέντρο και οι δρόμοι είναι καθαροί. Είναι σαν να έχει πέσει μια βόμβα εκεί και απλά έχουν μαζέψει τα συντρίμμια, τα καμένα.

Βλέπεις από παντού τη θάλασσα και τον Βουτζά που κανονικά δεν τα έβλεπες από το πράσινο. Βλέπω σπίτια που δεν τα ‘βλεπα.

Δεν υπάρχει φύση καθόλου. Μόνο η θάλασσα, το μπλε, που αυτό δεν μπορεί να το πειράξει κάποιος. Αλλιώς δεν θα υπήρχε ούτε αυτό.

Ο μπαμπάς μου μού έλεγε ότι το Μάτι παλιά λεγόταν «Ζούγκλα» γιατί είχε πάρα πολύ πράσινο. Ήταν σαν ζούγκλα και υπάρχει και ταμπέλα που το γράφει «Ζούγκλα» και έχει βέλος. Τώρα λέγεται «νεκροταφείο». Είναι κατάθλιψη. Είναι πάρα πολύ δύσκολο”.

«Είχαμε φίλους που χάθηκαν, τα δίδυμα κορίτσια»

“Ο ένας βοηθά τον άλλον και ζουν με την ελπίδα. Τώρα με τη νέα κυβέρνηση ελπίζουν περισσότερο. Είχα δηλώσει και εθελόντρια με τις κόρες μου και βοηθούσαμε να μοιράσουμε τρόφιμα, φάρμακα, παιχνίδια για τα παιδιά, καθαρίζαμε.

Οι κόρες μου σοκαρίστηκαν, έκλαιγαν. Δεν το πίστευαν. Είχαμε φίλους και παιδάκια που χάθηκαν, όπως τα δίδυμα κοριτσάκια (σ.σ. τη Σοφία και τη Βασιλική, τα παιδιά του Γιάννη Φιλιππόπουλου που πέθαναν με τους παππούδες τους και αναζητούσε εναγωνίως ο πατέρας τους). Ήταν παιδιά που τα γνωρίζαμε και δικούς μας ανθρώπους, οικογενειακούς φίλους.

Ήταν σαν να ‘γινε χτες. Δεν το αναγνωρίζω το μέρος. Μπερδεύομαι κι εγώ. Μου είναι άγνωστο έτσι όπως έχει γίνει τώρα. Αυτό όμως είναι το λιγότερο.  Το θέμα είναι οι άνθρωποι που χάθηκαν με τρόπο άδικο και βασανιστικό. Εγώ δόξα τω Θεώ άκουσα τη μητέρα μου. Είμαι σίγουρη ότι εγώ δεν θα έφευγα, ξέρω τον εαυτό του.

Αυτό που έκανε όλος ο κόσμος, καθόταν στο σπίτι του, δεν πήγαινε ούτε στη θάλασσα.

Και πάλι καλά που ήταν και Δευτέρα γιατί αν ήταν Κυριακή θα ήταν περισσότερα τα θύματα.

Ήταν τραγικό λάθος που έστελναν τον κόσμο στην παραλία. Ήταν πολύ στενοί οι δρόμοι, δεν υπάρχουν ταμπέλες καν που να λένε πώς πάει κάποιος στην παραλία, κάποιος που δεν ξέρει. Ούτε πεζός. Είναι κάτι μικρά δρομάκια που πρέπει να ξέρεις. Από κάτω είναι γκρεμός.

Αν πας τώρα, έβαλε όσο ήταν δήμαρχος ο Ψινάκης -είναι αστείο- κάθε 100 μέτρα ταμπέλα που λέει «παραλία». Δύο μήνες μετά τη φωτιά.

Δεν υπήρχε κανένα πυροσβεστικό να κάνει περιπολία”.

Θλίψη ή θυμός;

“Και τα δύο. Εγώ έχω και τα δύο που δεν έπαθα και τίποτα. Δεν μπορώ καν να σκεφτώ τι νιώθουν αυτοί οι άνθρωποι. Τρομάζω να μπω στη θέση τους. Σίγουρα και τα δύο. Δε γίνεται να μην έχεις θυμό, είναι άδικο αυτό που έγινε και δεν αναλαμβάνει κάποιος την ευθύνη. Θα  μου πεις, θα γίνει κάτι; Αλλά θα είναι μια ικανοποίηση, ούτε ένα συγγνώμη, τίποτα.

Εγώ που το έζησα έτσι όπως το έζησα, ελαφριά, νιώθω και τα δύο. Θλίψη όταν βλέπω αυτή την εικόνα και τρελό θυμό από το «γιατί». Μπορούσαμε να γλιτώσουμε κόσμο. Από την Καλλιτεχνούπολη που ξεκίνησε η φωτιά αν υπήρχε κάποια πρόληψη θα είχαμε προλάβει πολλά πράγματα. Γιατί να φύγει τόσος άδικα και βασανιστικά;

Δε νομίζω ότι θα ξεπεραστεί ποτέ αυτό το πράγμα. Μόνο και μόνο που ξέρεις ότι κάτω από το σπίτι σου κάηκαν ζωντανοί 25 άνθρωποι αγκαλιασμένοι δεν είναι κάτι που το ξεπερνάς“.

Αυτοί που βοήθησαν

“Οι εθελοντές και ο στρατός. Το ίδιο απόγευμα που πήγα έβλεπα σε κάθε γωνία στρατό και κόσμο που περπατούσε που με ρωτούσε αν χρειάζομαι κάτι. Δεν ήξερα από πού είναι, έμαθα όμως ότι ήταν εθελοντές.

Εγώ προσπαθώ να στηρίζω την περιοχή ενισχύοντας τα μαγαζιά που έχουν ξανανοίξει. Εννοείται ότι θα πάω να μείνω στην άδειά μου, πηγαίνω φίλους μου εκεί για να στηρίξουν την περιοχή.

Είτε και φυτεύοντας κάτι.

Ωστόσο να σου πω και κάτι άλλο. Σκεφτήκαμε με τους συναδέλφους μου να συγκεντρώσουμε χρήματα και να αγοράσουμε δέντρα και να κάνουμε μια αναδάσωση σε όποιο σημείο μας ορίσει ο Δήμος.

Έξι μήνες μετά τη φωτιά πήρα τηλέφωνο στον δήμο, τους είπα την ιδέα μου και τους ρώτησα για το αν υπάρχει κάποια οδηγία για το τι δέντρα να πάρουμε.

Μου είπαν συγχαρητήρια για την πρωτοβουλία και ότι θα με πάρουν τηλέφωνο για να μου πουν πού θα πηγαίναμε για δεντροφύτευση. Όσο πήραν εσένα άλλο τόσο πήραν κι εμένα!

Ο καθένας παλεύει μόνος του. Ο εθελοντισμός ήταν απίστευτος”.

Κλείνοντας αυτήν τη συζήτηση ένα πράγμα μού έλεγε ξανά και ξανά η Τάνια: “Στάθηκα πολύ τυχερή. Είναι τρομακτικό να μπεις στη θέση αυτών των ανθρώπων που έχασαν τους δικούς τους. Η γυναίκα που έχασε τον άντρα της και τα δυο της παιδιά τι μπορεί να νιώθει; Κενό. Δεν ξέρω καν αν νιώθει…”.