«Του unfollow το ανάγνωσμα»
Δεν Κρίνω...

«Του unfollow το ανάγνωσμα»

«Του unfollow το ανάγνωσμα»

Τι να πω και ‘γω, κυρία μου. Πάνε, αλλάξαν οι καιροί, αλλάξαν οι άνθρωποι και οι νοοτροπίες. Ούτε να τσακωθείς όμορφα, αντρίκια και τσαμπουκαλεμένα πλέον δεν μπορείς.

Τι εννοώ θα μου πεις και συ τώρα. Να: παλιά ρε παιδάκι μου, σου έκανε κάποιος κάτι, σου φερόταν ανέντιμα, έλεγε λόγια πίσω από την πλάτη σου, σου έκλεβε κάτι που το θεωρούσες δικό σου…

Πήγαινες όμορφα και ωραία, του τράβαγες ένα χέσιμο, του έριχνες τα μπινελίκια του, άκουγες και συ τα δικά σου και κάπως έτσι μια σχέση τελείωνε. Με την απόλυτη ανθρώπινη κανονικότητα και με την συγκρουσιακή ανθρώπινη φύση να ξεχειλίζει.

Τώρα; Όλα ψεύτικα. Ακόμα και οι καυγάδες. Γιαλαντζί.

Μου έκανε κάποιος κάτι; Του τραβάω και ‘γω ένα unfollow και θα δει ο παλιοαλήτης. Τι; Το ξανάκανε; Θα του τραβήξω και ένα block από πάνω για να μάθει, ο παλιοτενεκές.

Μα αλήθεια τώρα; Γουστάρετε  αυτόν τον διαδικτυακό καυγά; Σας καλύπτει αυτός ο διαδικτυακός τρόπος… εκτόνωσης; Πιστεύετε αλήθεια ότι ένας σοβαρός άνθρωπος θα παρεξηγηθεί περισσότερο από ένα unfollow και ένα dislike, από το να τον δεις μέσα στα μάτια και να του πεις ευθέως τι σε ενόχλησε από τη συμπεριφορά του;

Αλλά τι να πεις, κυρία μου. Μεταλλάχτηκαν οι αξίες, τα ήθη και έγιναν όλα αχταρμάς. Στο πλαίσιο του πολιτικά ορθού, ούτε να φλερτάρεις πια μπορείς, ούτε χιούμορ να κάνεις -είδατε τι έπαθε ο Κανάκης- ούτε καν να τσακωθείς σαν άντρας. Όλα ερμαφρόδιτα, όλα καθώς πρέπει. Το απόλυτο ξενέρωτα.

Μα θα μου πει κάποιος και με το δίκιο του. Προτιμάς τον πιο χοντρό καυγά και το κάθε είδους μαναφούκι, από τον ιδιαίτερο και αναίμακτο τρόπο που σου προσφέρουν τα σόσιαλ να δείξεις τον εκνευρισμό σου;

Μα και βέβαια τον προτιμώ, κυρία μου. Και ξέρεις γιατί; Όχι γιατί είμαι κανένας αγροίκος που του αρέσουν οι καυγάδες. (Να σου πω ότι στα χέρια δεν έχω πιαστεί ποτέ στη ζωή μου.) Αλλά να, θεωρώ απολύτως πιο έντιμο όταν κάποιος μου χει κάνει κάτι, να πάω face to face και του πω με τον πλέον έντονο τρόπο τι με έχει ενοχλήσει. Διότι αφενός δεν το κρατάω μέσα μου και αφετέρου και πιο σημαντικό, του δίνω τη δυνατότητα να απαντήσει και αν υπάρχει παρεξήγηση, να τα ξαναβρούμε βρε αδελφέ.

Ενώ με τον άλλον; Τον πιο… μοδάτο τρόπο; Τι ακριβώς καταφέρνουμε; Πώς ακριβώς εξηγούμε στον άλλον τι συνέβη και πώς του δίνουμε το δικαίωμα να «απολογηθεί» ή και να ζητήσει μια συγγνώμη;

Τα σημάδια των καιρών και η ηλεκτρονική μας εξέλιξη έχουν αφαιρέσει πολλή από την ανθρώπινη διάστασή μας, κυρία μου. Σε λίγο θα συνομιλούμε με κάποιον στο διαδίκτυο και θα πρέπει να δηλώνουμε εκ των προτέρων ότι δεν είμαστε ρομπότ για να συνεχίσει η κουβέντα.

Ανθρώπινη επικοινωνία; Μηδέν.

Πού είναι τα αισθήματα; Πού είναι η πραγματική χαρά, η λύπη, ο θυμός, η τσαντίλα, ο ρομαντισμός, το φλερτ, ο έρωτας;

Μου στέλνεις μια γυμνή φωτογραφία σου με περίσσια ευκολία, μου λες πως με γουστάρεις και γω αλλάζω πλευρό και κοιμάμαι ήσυχος και πλήρης που με γουστάρει κάποιος. Αλλά μόνος και χωρίς την πραγματική αγκαλιά, την μυρωδιά, το άγγιγμα, όλα αυτά που θα με κάνουν πραγματικά ευτυχισμένο. Ουσιαστικά και όχι διαδικτυακά.

Γυρίζω αριστερά και δεξιά και βλέπω ανθρώπους μόνους. Ανθρώπους με 100αδες φίλους μέσα στο σμαρτφόουν, ανθρώπους χωρίς κανέναν άνθρωπο στην πραγματική ζωη τους.

Μας έχουν ευνουχίσει πραγματικά τα σόσιαλ, κυρία μου. Και ξέρεις γιατί; Διότι μας έχουν κάνει μεγάλες «κότες». Λυράτες και μακροπουπουλάτες, που λέει και η Μπακογιάννη.

Παλιά στην π.σ. (προ σόσιαλ) εποχή παίρναμε τα ρίσκα μας, βρε αδελφέ. Ναι, γουστάρω την τάδε, θα της το πω από κοντά ή θα την πάρω ένα τηλέφωνο και ας φάω και χυλόπιτα. Τώρα; Κάνεις δυο τρία λάικ, στέλνεις και ‘κανα μηνυματάκι και αν κάτσει έκατσε. Αλλιώς δεν έγινε και κάτι. Μου ‘πε κάνεις στα μούτρα τίποτα;

Έμαθες ότι κάποιος είπε για σένα κάτι. Ένιωσες αδικημένος. Παλιά θα πήγαινες αντρίκια να ‘ξηγηθείς. Με τον κίνδυνο να φας και και καμιά ψιλή. Και τι έγινε δηλαδή; Τώρα στην εποχή του comme il faut, τραβάς ένα unfollow και ένα block και του ‘κανες του άλλου τα μούτρα κρέας, κυρία μου.

Ένα είναι σίγουρο. Τα σόσιαλ μας κάνουν φοβικούς. Κρυβόμαστε πίσω από την ανωνυμία μας ή ακόμα και από την ακίνδυνη ψηφιακή επωνυμία μας και θεωρούμε ότι έτσι έχουμε δύναμη και εξουσία. Μπαρμπούτσαλα! Λυπάμαι, κυρία μου, που θα σε στεναχωρήσω. Αλλά όλο αυτό είναι φόβος, αδυναμία, μιζέρια και διθενιά.

Η αληθινή ζωή ήταν και θα εξακολουθήσει να είναι εκεί έξω. Με τα καλά και τα κακά. Με τα εύκολα και τα δύσκολα. Με τα πάνω και τα κάτω.

Διότι, όπως λέγαμε και εμείς τα αγοράκια στα άγουρα και ανώριμα μικράτα μας, “καλή η μαλ…., αλλά με το «άλλο» γνωρίζεις και ‘καναν άνθρωπο”. Και νομίζω ότι αυτό, η πραγματική γνωριμία δηλαδή, είναι και το πιο -αν όχι το μόνο- ουσιαστικό.