«Μύκονος δε θα γίνεις ποτέ»
Δεν Κρίνω...

«Μύκονος δε θα γίνεις ποτέ»

«Μύκονος δε θα γίνεις ποτέ»

Λένε οι παλιοί ιστιοπλόοι, πως ο καλός ο καπετάνιος φαίνεται μόνο όταν δε φυσάει. Γιατί όταν φυσάει και σε μια κουρ@#@ να βάλεις πανί αυτή θα κουνηθεί. Όταν δεν φυσάει όμως; Εδώ σε θέλω, κυρία μου. Πώς το κινείς το ρημάδι;

Κατανοώ, λοιπόν, και συμπαρίσταμαι σε όλους τους συναδέλφους που δουλεύουν το ντάλα καλοκαίρι, χωρίς επί της ουσίας να έχουν θέματα και χωρίς συνήθως να τους βλέπει και κανένας.

«Πόσο ψώνια», λέει η άλλη, “να κάνουν εκπομπή κατακαλόκαιρο, για να το παίξουν παρουσιαστές».

Δεν είναι έτσι, κυρία μου. Θυμάμαι πριν καμιά 15αριά χρόνια, τότε που λεγα τα δελτία του Σαββατοκύριακου στο Star.  Το καλοκαίρι λοιπόν έφευγε ο Λιάτσος, που ήταν ο κεντρικός παρουσιαστής,  έπαιρνα Ιούνιο άδεια εγώ, και Ιούλιο και Αύγουστο την έβγαζα στον… μαγευτικό Ταύρο. Και άντε πες φέτος ότι λόγω της καινούριας κυβέρνηση έχει και αρκετά πολιτικά να γεμίσεις τις ειδήσεις. Αυτούς που λυπάμαι πραγματικά είναι όσους κάνουν ψυχαγωγία. Πόσα ρεπορτάζ του «κώλου» όπως τα ονομάζαμε παλιά, για τις λουόμενους και κυρίως τις… λουόμενες  στην παράλια, πόσους ναυαγοσώστες, πόσα θαλάσσια σπορ και πόσες πληρότητες ξενοδοχείων να δώσεις;

Μετά πρέπει να σπάσεις το μυαλό και το στομάχι σου για να ανακαλύψεις θέματα και να γεμίσεις εκπομπές. Γι’ αυτό θαυμάζω του συναδέλφους του καλοκαιριού. Και όχι δεν είναι καθόλου ψώνια. Είναι επαγγελματίες με φιλοδοξίες, όπως πρέπει να ‘ναι ο κάθε παρουσιαστής και κάθε δημοσιογράφος -αλλιώς δεν κάνει γι’ αυτή τη δουλειά- που απλά θέλουν να αρπάξουν την όποια ευκαιρία και πολύ καλά κάνουν.

Και τώρα που αναφέρθηκα στα ρεπορτάζ του «κώλου» στις  αλήστου μνήμης εποχές του δελτίου του Star, που κάναμε τις αποστολές στο νησί των ανέμων, θέλω ειλικρινά να αναφερθώ σε κάτι που  δεν μπορώ να αντιληφθώ.

Μπορεί να έχω επιλέξει τη Τήνο ως το νησί που έχω το εξοχικό μου σπίτι, γυρίζω με το φουσκωτό όμως όλα τα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου κάθε χρόνο.

Αυτό που όπου σταθώ και όπου βρεθώ όλοι μου λένε «Μύκονος γίναμε φέτος, κύριε Λιάγκα”, με ξεπερνάει και με κάνει να γελώ.

Πού πας, βρε ταλαίπωρε Τηνιακέ, ξυπόλυτος στ’ αγκάθια;

Τα νησιά είναι μόδες και κάνουν κύκλους.  Έτσι λοιπόν κάποια στιγμή ανακαλύψαμε τη Σέριφο, τη Σίφνο, τη Φολέγανδρο, τα Κουφονήσια, την Πάτμο και εσχάτως και την Τήνο.

Η Τήνος είναι ένα πανέμορφο νησί. Για μένα ένα από τα ωραιότερα, ίσως το ωραιότερο μετά την Μυκόνο και τη Σαντορίνη των Κυκλάδων. Το μεγάλο της ατού είναι τα πανέμορφα σαν σκηνικά θεάτρου και πολλά χωριά της, το εκπληκτικό και φθηνό ακόμα φαγητό της και η πολιτιστική της παράδοση ως το νησί πολλών παγκοσμίως σπουδαίων καλλιτεχνών.

Όταν επέλεξα το νησί αυτό ως τόπο διακοπών πριν καμιά 10αριά χρόνια, το ‘κανα με τη λογική της αποφυγής των παπαράτσι και μια κοσμικής ζωής που μ’ αρέσει μεν,  δεν είναι όμως για πολύ. Και ως αποτέλεσμα; Ήρθαν οι παπαράτσι στο νησί και στην πορεία ήρθε και κόσμος και έτσι κάπως ανακάλυψαν οι πολλοί αυτό το νησί-στολίδι.

Και να σου ξαφνικά η Τήνος, που την ήξεραν μόνο για την Παναγιά της, να φιγουράρει ως ένας από τους πιο trendy και must προορισμούς.

Και εδώ έρχεται το πράγμα και γίνεται από γελοίο ως φαιδρό. Ξαφνικά είδε ο ντόπιος επιχειρηματίας τουρισμό και ψιλοτρελάθηκε. Και να σου οι ναργιλέδες στα μαγαζιά!!! Και να να σου οι ενδοεπικοινωνίες στο beach bar ήρθε και έδεσε το πράγμα. Πού πας, ωρέ Καραμήτρο; Μήπως το παρακάναμε λίγο το έργο πατριώτες, κατά το “είπαν στην γριά να χέσει κι αυτή εξεκωλιάστηκε”;

Πάρ’ το χαμπάρι, Τηνιακέ και λοιπέ νησιώτη. Μύκονος δε θα γίνεις ποτέ. Και επειδή δεν μπορείς, αλλά και επειδή δεν πρέπει.

Η Μύκονος είναι κάτι παραπάνω από το με διαφορά ωραιότερο ελληνικό νησί. Δεν είναι μόνο ότι έχει τις καλύτερες παραλίες. Έχει και τους πιο ανοιχτόμυαλους ανθρώπους. Όταν ο Μυκονιάτης είπε στον ομοφυλόφιλο “πέρασε και ζήσε όπως θες”, εσύ τον πετροβολούσες και τον έδιωχνες. Όταν ο Μυκονιάτης είπε στον  Έλληνα σελέμπριτι “έλα και κάνε ό,τι γουστάρεις και κερασμένα από μένα”, εσύ τον κοίταγες με μισό μάτι, λες και θα σε κόλλαγε καμιά μολυσματική ασθένεια.

Και μετά τι έγινε; Είδες την κονόμα των δίπλα και ξύπνησες; Είδες τον Μυκονιάτη που βγάζε μερικά εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο και είπες “γιατί όχι και ‘γω;”.

Αχ, αγαπημένε μου Κυκλαδίτη. Με πορδές δεν βάφονται αυγά. Και όσο και αν θες να μοιάσεις στον Μυκονιάτη δεν μπορείς, γιατί επί της ουσίας δεν θες να επενδύσεις. Και με τη φτήνια και την κοροϊδία, δεν πλούτισε κανένας. Αν δε δώσεις, δε θα πάρεις.

Στη Μύκονο τα ‘χωσαν για να τα πάρουν. Εκεί υπάρχουν κλαμπ και εστιατόρια, που αισθητικά δεν υπάρχουν ούτε στο Μαϊάμι ούτε στις Κάννες ούτε στον Σεν Τροπέ, ούτε σε κανέναν άλλον από τους τοπ παγκοσμίως προορισμούς του τζετ σετ.

Γιατί δεν είναι μόνο η ομορφιά. Είναι η αισθητική,  η νοοτροπία και το attitude. Και μέσα σε όλα αυτά, αγαπημένε μου νησιώτη, είδες πως την ψιλοπάτησε ο Μυκονιάτης όταν ξιπάστηκε κι αυτός με την κονόμα και θεώρησε οτι δεν τον έχει ανάγκη πια τον Έλληνα. Τώρα που ‘φυγε ο Άραβας και ο Τούρκος, κυρία μου, στροφή στον Έλληνα θα κάνει και πάλι το νησί.

Γιατί λοιπόν αυτές τις ασθένειες να τις κολλήσουν από τώρα και τ’ άλλα νησιά που αναπτύσονται; Κάθε μέρος έχει άλλη ομορφιά, άλλο προϊόν και δεν είναι ανάγκη να μοιάσει σε κάποιο άλλο για να καταξιωθεί. Η Τήνος δεν μπορεί και δεν έχει ανάγκη να μοιάσει στη Μύκονο, γιατί αν το κάνει θα ‘χει χάσει την ουσία της, την ομορφιά και την αυθεντικότητά της. Πρέπει να ‘ναι περήφανη γι’ αυτό που πραγματικά είναι και γι’ αυτό που πρέπει πραγματικά ο άλλος να την ερωτευτεί.

Αλλιώς θα ‘ναι σαν τη γυναίκα με τις χίλιες πλαστικές που έχουν γίνει άτσαλα. Κοιμάσαι μαζί της το βράδυ και το πρωί όταν ξυπνάς και συνειδητοποιείς ότι έχεις διπλά σου το έκτρωμα – Φρανκεστάιν, θα ψάξεις και πάλι για το αυθεντικά όμορφο.

Το νου σου, λοιπόν, καλέ μου Τηνιακέ. Σου εύχομαι να ανέβεις ψηλά γιατί τ’ αξίζεις. Πρόσεξε μόνο μην το κάνεις άτσαλα και την πατήσεις και συ σαν τη μαϊμού που φάνηκε ο κώλος της και το μόνο που κατάφερε ήταν να ξεφτιλιστεί.